περικάρδιο — (Ανατ.). Ορογόνος θύλακας που περιβάλλει την καρδιά και το αρχικό τμήμα των μεγάλων αγγείων. Το π., μαζί με το περισπλάγχνιο πέταλο, που ονομάζεται επικάρδιο, κολλάει στον καρδιακό μυ, ενώ το έξω πέταλο είναι ενισχυμένο από ανθεκτικό ινώδη ιστό.… … Dictionary of Greek
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek
μικροπερθίτης — ο (ορυκτ.) μικροσκοπική ποικιλία περθίτη που αποτελείται από συμφύσεις καλιούχων και νατριούχων αστρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microperthite (βλ. μικρ[ο] )] … Dictionary of Greek
νεφρόλυση — και νεφρολυσία, η ιατρ. χειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στην απαλλαγή τού νεφρού από συμφύσεις οι οποίες κατευθύνονται από την κάψα τού νεφρού προς τον κυτταρολιπώδη ιστό που βρίσκεται γύρω από τον νεφρό … Dictionary of Greek
περικαρδιόλυση — η, Ν ιατρ. η απελευθέρωση τού περικαρδίου από στερεές συμφύσεις … Dictionary of Greek
περισιγμοειδίτιδα — η ιατρ. η φλεγμονή τού περιτοναίου που καλύπτει το σιγμοειδές κόλον, η οποία συχνά στις γυναίκες συνοδεύεται από συμφύσεις προς τα εξαρτήματα … Dictionary of Greek
πνευμονόλυση — η, Ν ιατρ. η εγχειρητική αποκόλληση τού πνεύμονα από συμφύσεις με τον υπεζωκότα ή αποχωρισμός τού περιτόνου πετάλου του από την ενδοθωρακική περιτονία για εφαμογή πνευμοθώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonolysis (< πνεύμων, ονος … Dictionary of Greek
σαλπιγγόξυση — ή σαλπιγγοξυσία, η, Ν ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία επιτυγχάνεται ο καθαρισμός τής σάλπιγγας ή τών σαλπίγγων τής μήτρας από συμφύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγγα + ξύση (< ξύνω)] … Dictionary of Greek